4 Ιουν 2008

Αγοράζουν 1 και πουλάνε… 5 στην Ελλάδα και 2,5 στο Βέλγιο, γιατί;

Το άνοιγμα της ψαλίδας στα φρουτολαχανικά μεταξύ τιμής παραγωγού και τιμής καταναλωτή στην Ελλάδα είναι 1 προς 5, ενώ στο Βέλγιο 1 προς 2,5. Αυτό σημαίνει ότι ένα προϊόν αξίας 1 ευρώ για τον παραγωγό, ο Έλληνας καταναλωτής το προμηθεύεται 5 ευρώ, ενώ ο Βέλγος 2,5 ευρώ, δηλαδή στη μισή τιμή. Με αυτό τον τρόπο στη χώρα μας, ούτε ο καταναλωτής μπορεί να αγοράζει μεγάλες ποσότητες, ούτε ο παραγωγός έχει περιθώριο να ζητήσει μεγαλύτερες τιμές. Οι πολιτικοί εδώ και πολλά χρόνια συζητάνε ακαδημαϊκά και υποστηρίζουν ότι η «διαδρομή» από το ράφι στο χωράφι, ευθύνεται για αυτή τη μεγάλη διαφορά στις τιμές, αλλά δεν μπορούν ή δεν θέλουν να εφαρμόσουν κάποιο μέτρο, για να βελτιώσουν την «αγορά» προς όφελος του παραγωγού και του καταναλωτή.

Το πρώτο βήμα σε αυτή τη «διαδρομή» είναι η λαχαναγορά. Έρευνα της ΠΑΣΕΓΕΣ για το 2002 και 2003, έδειξε ότι στην Αθήνα ποσοστό μόλις 20% διακινείται μέσω της λαχαναγοράς, 25% των οπωροκηπευτικών από τις αλυσίδες των Σούπερ Μάρκετς, ενώ ποσοστό 55% διακινείται χωρίς τιμολόγια. Ως γνωστόν από το 1982/83 συζητείται η δημιουργία λαχαναγορών στην Ελλάδα στα πλαίσια και της συνεταιριστικής ανάπτυξης, όμως τα συμφέροντα των εμπόρων ήταν ισχυρότερα. Με τα σημερινά δεδομένα κρίνεται ακόμη πιο επιτακτική η ανάγκη βελτίωσης των συνθηκών λειτουργίας των λαχαναγορών προκειμένου να εξυγιανθεί το σύστημα διακίνησης των νωπών οπωροκηπευτικών. Για να ανακαλύψουμε γιατί υπάρχει αυτή η διαφορά στη ψαλίδα τιμών μεταξύ Βελγίου και Ελλάδας, έπρεπε να δούμε από κοντά τι συμβαίνει. Πως μπορούν και τι διαδικασίες ακολουθούν εκεί και μπορούν να απολαμβάνουν τέτοιες τιμές. Έτσι επισκέφτηκα το δημοπρατήριο στη λαχαναγορά Mέχελεν, που εμπορεύεται φρούτα και κυρίως λαχανικά και βρίσκεται περίπου 25 χιλ. έξω από τις Βρυξέλλες. Εκεί «ανακάλυψαν» το αυτονόητο ότι αν δεν υπάρξουν θεσμικές αλλαγές δεν πρόκειται να αλλάξει κάτι με μέτρα «ασπιρίνες».
Η συγκεκριμένη λαχαναγορά τροφοδοτεί την αγορά των Βρυξελλών, αλλά και άλλων πόλεων του Βελγίου, ενώ έχει και έντονο εξαγωγικό χαρακτήρα (κυρίως προς Γερμανία, Γαλλία και Ολλανδία). Η συνολική έκταση του χώρου του Δημοπρατηρίου του Μέχελεν είναι 500 στρέμματα. Από αυτά 240 στρέμματα είναι στεγασμένος χώρος, εκ των οποίων τα 120 στρέμματα ψυγεία.

Οι παραγωγοί μέλη του συνεταιριστικού δημοπρατηρίου στο Μέχελεν απολαμβάνουν τις κάτωθι υπηρεσίες:
1. Πληροφόρηση από τα αρχεία του συνεταιρισμού, για την διακίνηση της γεωργικής παραγωγής των προηγούμενων ετών
2. Δήλωση της επιλεγόμενης πρόθεσης παραγωγής, για την ερχόμενη καλλιεργητική περίοδο
3. Παρακολούθηση των καλλιεργειών από γεωτεχνικούς της οργάνωσης, που πραγματοποιούν μερικές χιλιάδες χημικές αναλύσεις
4. Έλεγχος της ποιότητας και ποσότητας όταν προσκομίζονται τα προϊόντα
5. Εκφόρτωση και τοποθέτηση των προϊόντων στο χώρο
6. Δημοπράτηση των προϊόντων το επόμενο πρωί, στο ¨ρολόι¨- δημοπρατήριο
7. Τιμολόγηση των πωληθέντων προϊόντων
8. Φόρτωση στα μέσα μεταφοράς
9. Κατάθεση των χρημάτων στο λογαριασμό του παραγωγού από τον Συνεταιρισμό, το αργότερο μέσα σε δύο εβδομάδες
10. Η οργάνωση έχει προμηθευτικό τμήμα και διαθέτει γεωργικά εφόδια στα μέλη του, σε χονδρικές τιμές.

Για όλες τις ανωτέρω εργασίες ο συνεταιρισμός κατακρατεί ποσοστό μόλις 2,5% επί της τιμής πώλησης και τα χρήματα αυτά καλύπτουν εκτός των εξόδων της Οργάνωσης και τη δυνατότητα πραγματοποίησης μελλοντικών επενδύσεων (συγκριτικά στην Λαχαναγορά της Αθήνας μόνο οι φορτοεκφορτωτές εισπράττουν ποσοστό περίπου 15 - 20 %).

Μια σύγκριση του τρόπου εμπορίας φρουτολαχανικών στο Βέλγιο και στην Ελλάδα, παρουσιάζουμε αποκλειστικά. Έχουμε λοιπόν τα εξής:

Εμπορία των οπωροκηπευτικών στο Βέλγιο
Η αγορά στο δημοπρατήριο του Μέχελεν είναι μια συνεταιριστική οργάνωση που αποτελείται από 2.500 μέλη - συνέταιρους. Ιδρύθηκε το 1950 και σιγά-σιγά επεκτάθηκε. Βρίσκεται σε ένα αγροτικό χώρο 500 στρεμμάτων, με στεγασμένους χώρους 250 στρεμμάτων εκ των οποίων τα 120 στρέμματα είναι ψυκτικοί θάλαμοι. Απασχολεί περίπου 220 υπαλλήλους και έχει ετήσιο τζίρο 230 εκατομμύρια ευρώ. Οι αγρότες - μέλη δηλώνουν ετησίως το είδος και τις ποσότητες των προϊόντων που σκοπεύουν να παράγουν και τις οποίες είναι υποχρεωμένοι να προσκομίσουν στο σύνολό τους, διότι με βάσει αυτές τις δηλώσεις ο συνεταιρισμός προβαίνει στις απαιτούμενες προεργασίες για την διάθεση τους. Στην περίπτωση που για οποιαδήποτε λόγο κάποιος αγρότης δεν προσκομίσει την προκαθορισμένη παραγωγή, υποχρεούται να καταβάλει αποζημίωση στον συνεταιρισμό. Ακόμη και στην περίπτωση που έχει συμβεί κάποια καταστροφή της καλλιέργειας, εξετάζεται με ιδιαίτερη προσοχή για να διαπιστωθεί αν έχει συμβεί με δική του υπαιτιότητα, οπότε και πάλι είναι υπόλογος και υποχρεωμένος να αποδώσει στον συνεταιρισμό την αποζημίωση που αναλογεί. Κατά την διάρκεια της καλλιεργητικής περιόδου η καλλιέργεια παρακολουθείται από γεωτεχνικούς της οργάνωσης οι οποίοι πραγματοποιούν συνεχείς έλεγχους, ενώ παράλληλα εκτελούνται χημικές αναλύσεις τόσο στο έδαφος όσο και στα τελικά προϊόντα για να διαπιστωθεί αν έγινε η ενδεδειγμένη χρήση των λιπασμάτων και των φυτοφαρμάκων. Τα προς διάθεση προϊόντα έρχονται συσκευασμένα από τον παραγωγό στον συνεταιρισμό, ο οποίος δηλώνει εγγράφως το είδος, την ποικιλία, την ποσότητα αλλά και την ποιότητα (π.χ. η τομάτα έχει 22 ποιοτικές κατηγορίες κατάταξης). Ο έλεγχος στον συνεταιρισμό είναι δειγματοληπτικός, αλλά στην περίπτωση που διαπιστωθεί παρατυπία εκ μέρους κάποιου παραγωγού, τότε οι κυρώσεις είναι αυστηρότατες. Ακολουθεί η εκφόρτωση των προϊόντων με τη χρήση μηχανημάτων και προσωπικού της οργάνωσης, σε συγκεκριμένους χώρους και η τοποθέτηση τους στα ψυγεία της εγκατάστασης, σε θέσεις που ελέγχονται και προσδιορίζονται ηλεκτρονικά. Η εκφόρτωση των προϊόντων γίνεται από τις 10.00 πμ έως τις 7.00 μμ. Ακολουθεί μεταξύ 7.00 - 8.00μμ συγκέντρωση των στοιχείων των οπωρολαχανικών που έχουν προσκομιστεί, και μετά τις 8.00 οι ενδιαφερόμενοι έμποροι μπορούν να πληροφορηθούν τις διαθέσιμες ποσότητες, επισκεπτόμενοι την ηλεκτρονική διεύθυνση της οργάνωσης. Την επόμενη μέρα, από τις 5.00 - 8.00πμ όλα τα προϊόντα διατίθενται στο δημοπρατήριο με τη ακόλουθη διαδικασία. Οι έμποροι προμηθεύονται από το λογιστήριο μια ειδική ηλεκτρονική κάρτα και παρακολουθούν σε μια ειδική αίθουσα τη δημοπράτηση των προϊόντων. Η τιμή εκκίνησης είναι υψηλή, αλλά οι έμποροι περιμένουν να αρχίσει να πέφτει ηλεκτρονικά, μέχρι να φθάσει σε συμφέρουσα τιμή για να αγοράσουν. Ο κίνδυνος να μην προλάβουν να κατοχυρώσουν τις ποσότητες των προϊόντων που επιθυμούν στην επιδιωκόμενη ποιότητα, τους ωθεί να κλείνουν τις παραγγελίες σε αρκετά ψηλή τιμή, προς όφελος των παραγωγών. Την στιγμή που ο έμπορος κατοχυρώνει μια ποσότητα ενός προϊόντος αυτόματα το αντίστοιχο ποσό φεύγει από τον τραπεζικό του λογαριασμό και πηγαίνει στον συνεταιρισμό. Συγχρόνως στο λογιστήριο εκτυπώνεται ηλεκτρονικά το τιμολόγιο με τα στοιχεία του εμπόρου και τις συγκεκριμένες ποσότητες που δημοπρατήθηκαν, ενώ παράλληλα δίδεται εντολή στους φοροεκφορτωτές να μεταφερθεί η ζητούμενη ποσότητα στο σημείο φόρτωσης (ράμπα) από το οποίο θα παραδοθεί στο μεταφορικό μέσο του εμπόρου. Η διαδικασία αυτή γίνεται με ταχύτητα, αποτελεσματικότητα και διαφάνεια. Στην περίπτωση που μια ποσότητα μείνει αδιάθετη, αποσύρεται για να καταστραφεί. Προηγουμένως όμως ειδοποιούνται φιλανθρωπικές οργανώσεις να έλθουν με δικά τους μέσα να την παραλάβουν, εφόσον τους ενδιαφέρει, εντελώς δωρεάν. Για τον λόγο αυτό οι αζήτητες ποσότητες μεταφέρονται σε ειδικό χώρο- ψυγείο στον οποίο παραμένουν για ένα 24ωρο. Αν στο διάστημα αυτό δεν εκδηλωθεί ενδιαφέρον τότε οδηγούνται για καταστροφή. Ο μέσος όρος της τιμής που επιτυγχάνει το κάθε είδος κατά ποικιλία και ποιότητα στο διάστημα μιας εβδομάδας δημοπράτησης αποτελεί και την τιμή με την οποία θα πληρωθεί ο παραγωγός. Η πληρωμή του γίνεται το αργότερο δύο εβδομάδες μετά την προσκόμιση των προϊόντων του στο δημοπρατήριο. Αξίζει να σημειωθεί ότι για όλη τη διαδικασία, από τη δήλωση καλλιέργειας , την παρακολούθηση, τον έλεγχο την εκφόρτωση, την δημοπράτηση, την τιμολόγηση και την φόρτωση, ο συνεταιρισμός παίρνει προμήθεια μόνο 2,5%. Από αυτή την προμήθεια πληρώνει τους μισθούς των 220 μελών του προσωπικού όπως επίσης εξασφαλίζονται και κεφάλαια επενδύσεων για το μέλλον. Παράλληλα ο συνεταιρισμός διαθέτει για τα μέλη του αποθηκευτικούς χώρους και μέσα συσκευασίας (τελάρα, κλούβες, υλικά συσκευασίας), που παρέχονται με κάποια πρόσθετη επιβάρυνση. Αξιοσημείωτη είναι η καθαριότητα που επικρατεί στους χώρους της λαχαναγοράς. Κάθε μέρα στο διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ του τέλους της δημοπρασίας και της έναρξης εκφόρτωσης των νέων προϊόντων γίνεται γενική καθαριότητα των χώρων με ειδικά μηχανήματα, ενώ μια φορά την εβδομάδα οι εγκαταστάσεις κλείνουν για να καθαριστούν και να πλυθούν διεξοδικά.

Εμπορία των νωπών οπωροκηπευτικών στην Ελλάδα
Οι εμπορικές επιχειρήσεις που ασχολούνται με τη διακίνηση νωπών οπωρολαχανικών στην Ελλάδα ανέρχονται σε 26.000 περίπου, τη στιγμή που στη Γερμανία για παράδειγμα είναι μόλις 210 και όπως είναι γνωστό η γερμανική αγορά δεν είναι μόνο μια σημαντικά μεγαλύτερη αγορά από άποψης καταναλωτών, αλλά είναι επίσης σημαντικό διαμετακομιστικό κέντρο για όλη την Κεντρική Ευρώπη. Θα πρέπει να σημειωθεί βέβαια ότι πολλές από τις δηλούμενες ελληνικές εμπορικές επιχειρήσεις διαθέτουν απλώς έναν αριθμό φορολογικού μητρώου ή ένα μικρό μέσο μεταφοράς, χωρίς μονάδες συσκευασίας ή κάποιες εγκαταστάσεις συντήρησης, με ότι αυτό συνεπάγεται τόσο για το κόστος διακίνησης, όσο και για την υγεία του καταναλωτή. Τα συμπεράσματα που προκύπτουν από την έρευνα που πραγματοποίησε η ΠΑΣΕΓΕΣ για τα έτη 2002 και 2003 και είχε σαν στόχο να εξακριβωθεί αν αληθεύει η φήμη που διαδιδόταν από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ότι οι παραγωγοί επωφελούνται από τις ψηλές τιμές που έχουν τα αγροτικά προϊόντα στον καταναλωτή, καταλήγουν σε ορισμένα συμπεράσματα που πραγματικά προκαλούν έκπληξη. Στην Αθήνα ποσοστό μόλις 20% διακινείται μέσω της λαχαναγοράς, 25% των οπωροκηπευτικών από τις αλυσίδες των Σούπερ Μάρκετς, ενώ ποσοστό 55% διακινείται χωρίς τιμολόγια. Είναι εντυπωσιακό το ύψος των διακινουμένων προϊόντων χωρίς τιμολόγια και μάλιστα όταν αναφερόμαστε στην αγορά της πρωτεύουσας και όχι σε μια απομακρυσμένη περιοχή της Ελλάδας. Στην Κεντρική Λαχαναγορά σημειώνονται επίσης και φαινόμενα υπερτιμολογήσεων και υποτιμολογήσεων, δηλαδή τα τιμολόγια δεν ανταποκρίνονται στις πραγματικές τιμές των διακινουμένων προϊόντων αλλά διαμορφώνονται ανάλογα με τα συμφέροντα των εμπορικών κυκλωμάτων της παραοικονομίας. Σημαντικό επίσης είναι το κόστος μεταφοράς, αλλά και το κόστος φορτοεκφόρτωσης. Όλες αυτές οι πρόσθετες επιβαρύνσεις είναι κατά παράδοξο τρόπο πολύ υψηλότερες ακόμη και από την τιμή που εισπράττει ο γεωργός που τα παράγει και παράλληλα ανεβάζουν το κόστος των γεωργικών προϊόντων για τον καταναλωτή σε επίπεδα πολύ ανώτερα από αυτά θα έπρεπε να κυμαίνονται. Το δυσάρεστο είναι ότι οι συνεταιριστικές οργανώσεις δεν κατάφεραν να δημιουργήσουν τους δικούς τους χώρους μέσα στις λαχαναγορές παρόλο που κατά περιόδους ενθαρρύνθηκαν από την πολιτεία για το σκοπό αυτό. Βασική αιτία ήταν ότι οι δικές τους εμπορικές επιχειρήσεις δεν θα μπορούσαν να επιβιώσουν ανταγωνιστικά μέσα στη λαχαναγορά που λειτουργεί με τους κανόνες που προαναφέρθηκαν και που διέπουν σήμερα τη διακίνηση των γεωργικών προϊόντων.

Δεν υπάρχουν σχόλια: