Νέα καταδίκη της χώρας μας σχετικά με την απόρριψη και τη ταφή των ζωϊκών υποπροϊόντων από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
Σύμφωνα με την απόφαση η απόρριψη και η ταφή γίνεται, χωρίς προηγούμενη μεταποίηση, σε χώρους υγειονομικής ταφής κατά παράβαση του κανονισμού και μάλιστα χωρίς επίσημο έλεγχο και δεύτερον ότι δεν υφίσταται καμία εγγύηση ότι οι εφαρμοζόμενες πρακτικές για την ασφαλή διαχείριση και διάθεση των ζωϊκών Υποπροϊόντων.
Οι ελεγκτές που έκαναν ελέγχους διαπίστωσαν ότι η Ελλάδα δεν μπόρεσε να αποδείξει με απτά στοιχεία ότι είναι σε θέση να διασφαλίσει, στην πράξη, την τήρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τον κανονισμό.
Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσε σήμερα την απόφαση:
C-248/08, Επιτροπή κατά Ελλάδας
«Αποτέφρωση του υλικού ειδικού κινδύνου»
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι η Ελληνική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τον κανονισμό (ΕΚ) 1774/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, για τον καθορισμό υγειονομικών κανόνων σχετικά με τα ζωικά υποπροϊόντα που δεν προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο (κανονισμός ΖΥΠ).
Σκοπός του κανονισμού ΖΥΠ είναι να διασφαλιστεί ότι τα κράτη μέλη εφαρμόζουν συστήματα τα οποία προβλέπουν την κυκλοφορία των διαφόρων κατηγοριών ζωικών υποπροϊόντων (ΖΥΠ) μόνον εντός ορισμένων εγκεκριμένων αλυσίδων μέχρι την ασφαλή διάθεση ή χρησιμοποίησή τους και, κυρίως, ότι μόνον τα ΖΥΠ που δεν εγκυμονούν κινδύνους για την υγεία των ζώων και για τη δημόσια υγεία εισέρχονται στην τροφική αλυσίδα.
Από το 2004 και εντεύθεν, η Επιτροπή έχει κινήσει δύο διαδικασίες λόγω παραβάσεως κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας όσον αφορά το σύστημα που εφαρμόζει το εν λόγω κράτος μέλος για την ασφαλή διάθεση και καταστροφή των ΖΥΠ σύμφωνα με τις απαιτήσεις του οικείου κανονισμού.
Το Γραφείο Τροφίμων και Κτηνιατρικών Θεμάτων (ΓΤΚΘ) της Γενικής Διευθύνσεως «Υγεία και Προστασία των Καταναλωτών» της Επιτροπής πραγματοποίησε από το 2004 έως το 2007 πέντε ειδικές αποστολές στην Ελλάδα κατά τις οποίες επισημάνθηκαν σημαντικές ελλείψεις που αφορούσαν το σύστημα το οποίο εφαρμοζόταν για την ασφαλή διαχείριση των ΖΥΠ, τους επίσημους ελέγχους, τη λειτουργία της πλειονότητας των μονάδων χωρίς έγκριση που να έχει δοθεί σύμφωνα με τον κανονισμό ΖΥΠ, καθώς και την αποτέφρωση του υλικού ειδικού κινδύνου (ΥΕΚ).
Η προσφυγή έχει ως αντικείμενο να διαπιστωθεί η ύπαρξη παραβάσεως όχι μόνο λόγω των ελλείψεων που επισημάνθηκαν στις συγκεκριμένες καταστάσεις στις οποίες αναφέρονται οι εκθέσεις του ΓΤΚΘ, αλλά επίσης και πρωτίστως λόγω των πλημμελειών οι οποίες παρατηρούνται κατά τρόπο γενικό και διαρκή όσον αφορά την εφαρμογή στην πράξη του κανονισμού ΖΥΠ στην Ελλάδα και των οποίων οι συγκεκριμένες καταστάσεις αποτελούν μάλλον ενδεικτικές περιπτώσεις.
Η Επιτροπή εκτίμησε, πρώτον, ότι η διάθεση των ΖΥΠ πραγματοποιείται με αντίθετες προς τον κανονισμό ΖΥΠ μεθόδους, δεδομένου ότι η απόρριψη και η ταφή τους γίνεται, χωρίς προηγούμενη μεταποίηση, σε χώρους υγειονομικής ταφής κατά παράβαση του κανονισμού ΖΥΠ, ενίοτε μάλιστα χωρίς επίσημο έλεγχο, και, δεύτερον, ότι δεν υφίσταται καμία εγγύηση ότι οι εφαρμοζόμενες πρακτικές για την ασφαλή διαχείριση και διάθεση των ΖΥΠ παρέχουν το επίπεδο προστασίας που προβλέπει ο κανονισμός ΖΥΠ.
Η ταφή και η αποτέφρωση
Το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι αυτή η δυνατότητα παρεκκλίσεων αφορά τα ΖΥΠ που προέρχονται από «απόμερες περιοχές», ήτοι περιοχές όπου ο ζωικός πληθυσμός είναι τόσο μικρός και οι εγκαταστάσεις τόσο απομακρυσμένες, ώστε τυχόν κίνδυνοι από τη συλλογή και τη μεταφορά θα ήσαν απαράδεκτα υψηλοί σε σχέση με την επιτόπου ταφή.
Δεν αμφισβητείται ούτε ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεσμεύτηκε να χαρακτηρίσει ως απόμερες περιοχές μόνον το 10 % του συνολικού εδάφους της κάθε νομαρχίας ούτε ότι οι διαπιστώσεις του ΓΤΚΘ δεν στηρίζονται σε πορίσματα αποστολών αλλά στα στοιχεία που διαβίβασε η Ελληνική Δημοκρατία σχετικά με τις ποσότητες που θάβονταν χωρίς προηγούμενη μεταποίηση όχι μόνο στις περιοχές τις οποίες η Ελληνική Δημοκρατία δήλωσε ως απόμερες, αλλά και σε περιοχές που το εν λόγω κράτος μέλος δεν θεωρεί ως τέτοιες.
Δεύτερον, οι προσπάθειες που καταβλήθηκαν, σε διάφορους τομείς, για την προστασία της δημόσιας υγείας και του περιβάλλοντος δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως δικαιολογητικός λόγος για τη μη τήρηση των διατάξεων του κανονισμού ΖΥΠ.
Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι κατά πάγια νομολογία σε θέματα καταρτίσεως σχεδίων διαχειρίσεως αποβλήτων, η υποχρέωση των κρατών μελών να διαθέτουν τις κατάλληλες υποδομές και να λαμβάνουν πρόσφορα νομοθετικά και/ή διοικητικά μέτρα προς διασφάλιση της συμμορφώσεως με τον κανονισμό ΖΥΠ συνιστά υποχρέωση επιτεύξεως ορισμένου αποτελέσματος. Το αποτέλεσμα αυτό δεν είναι δυνατό να επιτευχθεί με προπαρασκευαστικά μέτρα που αφορούν απλώς και μόνον την εκπόνηση ενός γενικού ρυθμιστικού πλαισίου, αλλά με μέτρα που διασφαλίζουν την ουσιαστική και οριστική υλοποίησή του.
Κατά τις εκθέσεις του ΓΤΚΘ; εξακολουθούσε να εφαρμόζεται η αντίθετη προς τις επιταγές του κανονισμού ΖΥΠ πρακτική της ταφής και της διαθέσεως των ΖΥΠ σε χώρους υγειονομικής ταφής και μάλιστα, ενίοτε, χωρίς επίσημο έλεγχο.
Οι επίσημοι έλεγχοι
Η Επιτροπή προσάπτει στην Ελληνική Δημοκρατία ότι παρέβη την υποχρέωση ότι η αρμόδια αρχή πραγματοποιεί ανά τακτά διαστήματα επιθεωρήσεις και ασκεί εποπτεία, βάσει διαφόρων κριτηρίων που θέτει ο κανονισμός ΖΥΠ, ενώ λαμβάνει και τα αναγκαία μέτρα σε περίπτωση μη τηρήσεως του κανονισμού αυτού. Από τις εκθέσεις των αποστολών του ΓΤΚΘ προκύπτει ότι το σύστημα ελέγχων παραμένει αναποτελεσματικό.
Εντούτοις, κατόπιν σαφών και τεκμηριωμένων καταγγελιών, όπως αυτές στις οποίες αναφέρονται οι εκθέσεις των αποστολών του ΓΤΚΘ, οι επιθεωρητές συνέχισαν να κάνουν λόγο για ανεπάρκεια του οικείου συστήματος, όσον αφορά, μεταξύ άλλων, πλημμέλειες στη διενέργεια των ελέγχων, στον συντονισμό της κεντρικής αρχής με τις νομαρχιακές αυτοδιοικήσεις και στην επιβολή κυρώσεων.
Η Ελλάδα δεν μπόρεσε να αποδείξει με απτά στοιχεία ότι είναι σε θέση να διασφαλίσει, στην πράξη, την τήρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τον κανονισμό ΖΥΠ.
Η έγκριση των μονάδων μεταποιήσεως αποβλήτων
Ο κανονισμός ΖΥΠ καθορίζει τις προϋποθέσεις εγκρίσεως των εγκαταστάσεων και των μονάδων αποθηκεύσεως, αποτεφρώσεως και συναποτεφρώσεως, μεταποιήσεως των υλικών των διαφόρων κατηγοριών και παραγωγής τροφών για κατοικίδια ζώα, καθώς και τεχνικών προϊόντων.
Στην Ελλάδα εξακολουθούσαν να λειτουργούν βάσει εγκρίσεων που είχαν χορηγηθεί σύμφωνα με την οδηγία 90/667 (η οποία αντικαταστάθηκε το 2002 με τον κανονισμό ΖΥΠ), της οποίας οι διατάξεις περί των προϋποθέσεων εγκρίσεως των μονάδων αυτών δεν είναι αντίστοιχες προς εκείνες του κανονισμού ΖΥΠ.
Η Ελληνική Δημοκρατία, αναγνωρίζοντας ότι δεν έχει ακόμη συμμορφωθεί προς τις διατάξεις του προεδρικού διατάγματος 211/2006, το οποίο είχε ως σκοπό να διασφαλίσει την ορθή εφαρμογή του κανονισμού ΖΥΠ και το οποίο θέσπισε μια νέα διαδικασία εγκρίσεως, ισχυρίζεται ότι η κατάσταση αυτή έχει ανακύψει λόγω της εφαρμογής αυστηρών περιβαλλοντικών κριτηρίων, ήτοι αναμονής της εκδόσεως από τις ελληνικές περιβαλλοντικές αρχές των αδειών που απαιτούνται κατά τις διατάξεις του εν λόγω προεδρικού διατάγματος.
Όσον αφορά, στη συνέχεια, το μεταβατικό σύστημα που εφαρμόστηκε, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από τις εκθέσεις των αποστολών του ΓΤΚΘ, οι επιθεωρητές διαπίστωσαν ότι το σύστημα αυτό δεν λειτουργούσε ορθώς, ιδίως διότι οι ελληνικές αρχές δεν υποχρέωσαν όλες τις εγκαταστάσεις να υποβληθούν στη νέα αυτή διαδικασία εγκρίσεως.
Το επιχείρημα ότι η λήψη προσωρινών μέτρων ήταν αναγκαία προκειμένου να προληφθεί τυχόν κρίση στον τομέα της διαχειρίσεως των ΖΥΠ στην Ελλάδα δεν μπορεί να δικαιολογήσει την επ’ αόριστον ανοχή μιας καταστάσεως που απορρέει από πάγια και γενικευμένη πρακτική της αρμόδιας αρχής, συνιστάμενη σε παράλειψη εφαρμογής τόσο της κοινοτικής όσο και της εθνικής νομοθεσίας.
Η αποτέφρωση του ΥΕΚ
Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η πλέον πρόσφατη έκθεση διευκρινίζει ότι οι ελλείψεις ακόμη υπερισχύουν, καθόσον, αφενός, οι Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις ακολουθούν αποκλίνουσες προσεγγίσεις και, αφετέρου, οι έλεγχοι που διενεργούνται δεν είναι πάντοτε έγκυροι.
Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι τα υλικά της κατηγορίας 1, ήτοι της πιο επικίνδυνης κατηγορίας ΖΥΠ, συλλέγονται, μεταφέρονται και καθίστανται αναγνωρίσιμα χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και διατίθενται αμέσως ως απόβλητα σε μονάδα αποτεφρώσεως εγκεκριμένη σύμφωνα με τον κανονισμό ΖΥΠ, το οποίο καθορίζει τις συγκεκριμένες προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούν οι μονάδες αποτεφρώσεως και συναποτεφρώσεως.
Αντιμέτωπη με τα πορίσματα των εκθέσεων των οικείων αποστολών, τα οποία αποδεικνύουν με σαφήνεια και πέρα πάσης αμφιβολίας τα κενά και τις πλημμέλειες στη διαχείριση των ΖΥΠ, η Ελληνική Δημοκρατία δεν έχει προσκομίσει πειστικά αποδεικτικά στοιχεία.
Το ΔΕΕ αποφάνθηκε:
Η Ελληνική Δημοκρατία, μη εφαρμόζοντας ορθώς τον κανονισμό (ΕΚ) 1774/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Οκτωβρίου 2002, για τον καθορισμό υγειονομικών κανόνων σχετικά με τα ζωικά υποπροϊόντα που δεν προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο, και μη επιβάλλοντας τις δέουσες κυρώσεις όσον αφορά την ταφή των αποβλήτων χωρίς προηγούμενη μεταποίηση, την απουσία επίσημων ελέγχων, καθώς και τις πλημμέλειες στη διαδικασία εγκρίσεως των εγκαταστάσεων διαχειρίσεως των ζωικών υποπροϊόντων και στη διαδικασία αποτεφρώσεως του υλικού ειδικού κινδύνου, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 4, παράγραφος 2, στοιχεία α΄ και γ΄, 5, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, 6, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, 10 έως 15, 17, 18 και 26 του κανονισμού αυτού.
Υπενθυμίζεται ότι στην απόφαση της 23ης Απριλίου 2009, C-331/07, Επιτροπή κατά Ελλάδας), η Ελληνική Δημοκρατία καταδικάστηκε για παραβίαση της κτηνιατρικής νομοθεσίας, κατ’ ουσία λόγω ανεπαρκών προσλήψεων από τις ελεγκτικές αρχές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου