16 Φεβ 2008

Μια αληθινή ιστορία

Μεσημέρι της Παρασκευής, 24 Αυγούστου, από την Ζαχάρω ξεκινώ να πάω Μεγαλόπολη να βρω τον φίλο μου. Έχω μάθει από το πρωί ότι έχει ανάψει φωτιά κοντά στο εργοστάσιο της ΔΕΗ. Μια «περίεργη» σιωπή απλώνεται παντού στον αέρα. «Χάθηκαν τα ζώα», αναρωτιέμαι και ακούω ένα βουητό να έρχεται από μακριά. Βλέπω καπνό πίσω από τα βουνά να ανεβαίνει στον ουρανό. Δεν φυσά καθόλου. Δεν μπορώ να καταλάβω που είναι η φωτιά. Από την Μεγαλόπολη δεν φαίνεται να είναι ούτε από την Αμαλιάδα. Δεν γνωρίζω καλά τα μέρη. Ξαφνικά ένα αυτοκίνητο της αστυνομίας περνά με μεγάλη ταχύτητα και κατευθύνεται προς την Ζαχάρω. Η σειρήνα του διακόπτει για λίγη ώρα την «νεκρική» σιγή. Συνεχίζω να «ακούω» ένα βαθύ βουητό από μακριά. Κάνω μια στάση στο χωριό Κοπανάκι να αγοράσω κρέας για την Αθήνα. Στο μαγαζί μια γυναίκα μου λέει ότι δεν έχουν ρεύμα από το πρωί. «Θα φταίει η φωτιά δίπλα στο εργοστάσιο της ΔΕΗ», της λέω και μου απαντά οργισμένα «εσείς οι Αθηναίοι δεν νοιάζονται για τίποτα παρά μόνο για τουρισμό». «Θα μας κάψουνε», συνεχίζει. Μα τι λες, της απαντώ, δεν καίγονται τα χωριά, ούτε οι άνθρωποι, μόνο τα δέντρα και τα χορτάρια. Την στιγμή που το λέω νοιώθω το αίμα να χτυπά με δύναμη τις αρτηρίες στον εγκέφαλό μου. Θέλω να φύγω κάτι μου φωνάζει μέσα μου να φύγω. Ξεκινώ για την Αρκαδία με μεγάλη ταχύτητα. Φτάνοντας στο χωριό Παραδείσια «βλέπω» μπροστά μου τη Μεγαλόπολη. Έχει φωτιά με άσπρο καπνό πίσω από τη ΔΕΗ. Δεν θα δυσκολευτούν να την σβήσουν, μουρμουρίζω και συνεχίζω για Αθήνα. Λίγο μετά την Νέα Ασέα έρχεται ένα μήνυμα στο κινητό μου από τον φίλο μου. «Τι γίνεται φίλε στη Ζαχάρω έμαθα στη τηλεόραση ότι υπάρχουν νεκροί». Βρίσκομαι σε πλήρη σύγχυση, παίρνω μια ανάσα και βλέπω γύρω μου. Είναι η τελευταία φορά που βλέπω τα δέντρα. Την επόμενη φορά που θα κατέβω στην Πελοπόννησο, από την Κάτω Ασέα και μετά θα είναι όλα μαύρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: