18 Σεπ 2010

Τα μεταλαγμένα βλάπτουν καταναλωτές αλλά και αγρότες

Μπορεί η οικονομία της Ινδίας να αναπτύσσεται γοργά, αλλά η γεωργία είναι η... αχίλλειος πτέρνα της, καθώς εκατοντάδες εκατομμύρια αγροτών έπεσαν θύματα των Γ.Τ. σπόρων της Μoνσάντο. Πώς όμως ο «θαυματουργός» σπόρος τούς οδήγησε στην καταστροφή; Οι επιστήμονες εισήγαγαν στο προϊόν αυτό μια ουσία βακτηριακής προέλευσης, την Bacillus thuringiensis. Αρχικός «στόχος» ήταν το βαμβάκι να παράγει τη δική του τοξίνη, η οποία με τη σειρά της θα εξουδετέρωνε το κόκκινο σκουλήκι, τον υπ' αριθμόν ένα εχθρό της καλλιέργειας. Τα πράγματα, όμως, δεν πήγαν έτσι ακριβώς όπως υπολόγιζαν οι βιοτεχνολόγοι, καθώς το εν λόγω σκουλήκι αναπτύσσει συνεχώς μεγαλύτερη ανθεκτικότητα. Ταυτόχρονα, η εξουδετέρωσή τoυ απαιτεί συνεχώς νέα, διαφορετικής τεχνολογίας, παρασιτοκτόνα.
Παράλληλα, μια σειρά «εχθρών» του βαμβακιού συνεχίζουν να πλήττουν την παραγωγή ανενόχλητοι, ενώ οι πιθανότητες επιμόλυνσης (μέσω μελισσών ή άλλων εντόμων) δεν είναι αμελητέες. Kαι όπως απέδειξε το Ινστιτούτο Προστασίας Φυτών στην Κίνα, όπου και εκεί καλλιεργείται συστηματικά το BT Cotton, μόνο ύστερα από 12 ή 13 σοδειές η τοξίνη που παράγει ο καρπός εξασθενεί!
Με τους αυτόχειρες να πλησιάζουν τους 200.000 σε μία δεκαετία, μια γενοκτονία νέας μορφής, με θύματα αποκλειστικά αγρότες, μαστίζει την Ινδία. Ηθικός αυτουργός: οι σπόροι γενετικώς τροποποιημένου βαμβακιού της Mονσάντο, που μόλυναν χωράφια και κατέστρεψαν σοδειές, οδηγώντας τους εξαθλιωμένους από τα χρέη βαμβακοκαλλιεργητές στο απονενοημένο διάβημα.
O Vinod ήταν ένας έμπειρος γεωργός στο χωριό Μποτοντάμ, που καλλιεργούσε για χρόνια βαμβάκι. Θα μπορούσε ίσως να συνεχίζει να είναι ένας επιτυχημένος επαγγελματίας και οικογενειάρχης, αν οι συνάδελφοί του στα γειτονικά χωράφια δεν άρχιζαν να καλλιεργούν γενετικώς τροποποιημένο (Γ.Τ.) βαμβάκι. Μοιραία, οι καλλιέργειές του επιμολύνθηκαν από μια «παράξενη ασθένεια» και ο ίδιος δεν ήξερε πώς να το αντιμετωπίσει. Ετσι, δανείστηκε χρήματα για να αγοράσει και εκείνος τον περίφημο σπόρο βαμβακιού BT Cotton της Monsanto (Μονσάντο). Το 2003 η σοδεία του πήγε «άπατη» και αυτοκτόνησε στα 40 του χρόνια. Η γυναίκα του αντιμετωπίζει το κοινωνικό στίγμα και ταυτοχρονα μεγαλώνει σήμερα τα πέντε παιδιά τους με ημερήσιο εισόδημα 0,6 ευρώ. «Ντρέπομαι για ό,τι μας συνέβη, αλλά καταλαβαίνω τον πατέρα μου», λέει ο 17χρονος γιος του, Rajkumar, που έμεινε ορφανός στα 11 του. Ο νεαρός Ινδός ξυπνάει κάθε μέρα στις 5.30 το πρωί και περπατάει μέχρι το σχολείο του. «Θέλω να γίνω δάσκαλος, θέλω να κάνω κάτι για τη μητέρα μου και να διασώσω την υπόληψη της οικογένειάς μου», δηλώνει. Η αυτοκτονία του Vinod δεν αποτελεί, δυστυχώς, μεμονωμένη περίπτωση: υπολογίζεται ότι από το 1998 έως και το 2008 έχουν προχωρήσει στο απονενοημένο διάβημα περίπου 200.000 αγρότες (στην πλειονότητα βαμβακοκαλλιεργητές) στην κεντρική Ινδία.
«Κάθε μέρα πάνω από τρεις αγρότες αυτοκτονούν πίνοντας φυτοφάρμακο, πηδώντας σε ορμητικά ποτάμια, κρεμώμενοι από δέντρα ή αυτοπυρπολούμενοι», είχε δηλώσει παλαιότερα σε συνέντευξή της η Vandana Shiva (Βαντάνα Σίβα), διεθνώς αναγνωρισμένη φυσικός και ακτιβίστρια. Το 2002 ήταν η χρονιά-σταθμός, οπότε και επίσημα άρχισε η καλλιέργεια γενετικώς τροποποιημένου βαμβακιού. «Στο διάστημα 2002 - 2007 υπολογίζουμε ότι ένας αγρότης κάθε τριάντα λεπτά αυτοκτονούσε», συμπληρώνει o P. Sainath, βραβευμένος Ινδός δημοσιογράφος που ασχολείται με τα αγροτικά θέματα. Η κατάσταση μέχρι σήμερα δεν έχει αλλάξει, απλώς δεν υπάρχουν ακόμα διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία λόγω του μεγάλου πληθυσμού της χώρας. «Οι αυτοκτονίες, στην πραγματικότητα, είναι περισσότερες», τονίζει ο δημοσιογράφος στο ΟΙΚΟ και προσθέτει: «Υπάρχουν και χιλιάδες αγρότισσες αυτόχειρες, οι οποίες λόγω εθιμικού δικαίου δεν είναι ιδιοκτήτριες γης και επομένως δεν θεωρούνται αγρότισσες, γι' αυτό και δεν καταγράφονται».
«Το υψηλό κόστος των σπόρων συνδέεται με το υπέρογκο κόστος των φυτοφαρμάκων, γιατί αυτού του είδους οι σπόροι χρειάζονται χημικά», επισημαίνει η κάτοχος του εναλλακτικού Νομπέλ Ειρήνης το 1993. «Επιπλέον, οι ακριβοί αυτοί σπόροι πρέπει να αγοράζονται κάθε χρόνο, γιατί είναι έτσι σχεδιασμένοι, ώστε να μην επαναχρησιμοποιούνται/αναπαράγονται», συμπληρώνει. Σε περίπτωση που ένας αγρότης αλλάξει γνώμη, δεν μπορεί να κάνει αγρανάπαυση και να επανέλθει στην παλιά «συμβατική» του καλλιέργεια. «Με την καλλιέργεια του BT Cotton εμφανίστηκαν νέες ασθένειες στο βαμβάκι, που εδώ και 300 χρόνια δεν τις ξέραμε», καταγγέλλει ο Ram Kalaspurka. «Aυτές οι ασθένειες σκότωσαν κάποια είδη δέντρων όπως τα μάνγκο και τις λεμονιές».
Ο ίδιος, πρόεδρος του Οrganic Cotton Association, είναι πεπεισμένος πως οι Γ.Τ. σπόροι έχουν εισέλθει ευρέως στην αγροτική παραγωγή της Ινδίας. Προ ολίγων ημερών, ωστόσο, και ενώ οι Ινδικές Ρυθμιστικές Αρχές τον Οκτώβριο του 2009 είχαν δώσει το «πράσινο» φως για την καλλιέργεια μιας μεταλλαγμένης μελιτζάνας, της λεγόμενης BT brinjal της Mονσάντο, ο υπουργός Περιβάλλοντος Ζαϊράμ Ράμες αποφάσισε να επιβάλει μορατόριουμ στην κυκλοφορία της. Αρχισαν άραγε οι «προύχοντες» της Ινδίας να λαμβάνουν το «μήνυμα»; Το σχέδιο, που είχε ήδη ξεκινήσει να εφαρμόζεται πειραματικά, δέχτηκε σφοδρή κριτική από περιβαλλοντικές οργανώσεις, αριστερούς πολιτικούς και σκληροπυρηνικούς ινδουιστές, προς το παρόν πάντως έχει παγώσει: «Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να υπάρξει βιασύνη. Το μορατόριουμ θα συνεχιστεί όσο χρειάζεται, προκειμένου να εδραιωθεί η εμπιστοσύνη του κοινού, κατέληξε ο Ράμες.
Πολλοί χαρακτηρίζουν το φαινόμενο των μαζικών αυτοκτονιών σαν μια γενοκτονία νέας μορφής, που μαστίζει τις αγροτικές περιοχές της χώρας όπου ζει το 70% του πληθυσμού της. Σύμφωνα ωστόσο, με τον Sudhir Goel, στέλεχος της κυβέρνησης, η οποία φέρεται να προσυπέγραψε την προώθηση αυτής της μορφής γεωργίας, για τους θανάτους «δεν πρέπει να κατηγορούμε το BT Cotton. Δεν μπορούμε να ελέγξουμε τη διαφήμιση· άλλωστε, δεν παραπλανούν τους καταναλωτές. Αναφέρουν, όπως εξάλλου γράφεται και στη συσκευασία, ότι για να έχεις καλή απόδοση, πρέπει να έχεις ένα καλό χωράφι, που να διαθέτει καλό αρδευτικό σύστημα». Από την άλλη πλευρά, ο βαμβακοπαραγωγός Akki Ramulu, στο χωριό Mallapuran, έχει αντίθετη άποψη. Καλλιέργησε τον επίμαχο σπόρο σε 4 στρέμματα και περίμενε να έχει σοδειά 1.800 κιλά, όπως του είχε υποσχεθεί η εταιρεία. Ωστόσο, η παραγωγή του μόλις που έφτασε τα 200 κιλά και το φυτό, που παλιά είχε 100 κάψουλες, τώρα είχε το πολύ 20 με 30. Στον ίδιο και στους συγχωριανούς του, οι πωλητές είχαν πει ότι δεν χρειάζονται καθόλου φυτοφάρμακα.
Ο αμερικανικός γίγαντας της αγρο-βιοτεχνολογίας ΜΟΝΣΑΝΤΟ ελέγχει το 90% των γενετικώς τροποποιημένων φυτών και σπόρων, και κατέχει τα ρεκόρ βιομηχανικής μόλυνσης και μηνύσεων σε παγκόσμιο επίπεδο. Από το 1901, οπότε ιδρύθηκε στο St. Louis του Μιζούρι, δεν έχει σταματήσει να παράγει άκρως επικίνδυνα προϊόντα για την ανθρώπινη υγεία, τα οποία καταλήγουν να απαγορεύονται από δημόσιους φορείς, αφού προηγουμένως έχουν προκαλέσει σημαντικά προβλήματα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: